- προοδοιπόρος
- προοδοιπόρος, ον (late and rare; s. prec. entry and Hesychius s.v. ὁδουρός) going before, subst. ὁ, ἡ προοδοιπόρος of vice as (ἡ) προοδοιπόρος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν the forerunner of our sins 2 Cl 10:1.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.