προοδοιπόρος

προοδοιπόρος
προοδοιπόρος, ον (late and rare; s. prec. entry and Hesychius s.v. ὁδουρός) going before, subst. ὁ, ἡ προοδοιπόρος of vice as (ἡ) προοδοιπόρος τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν the forerunner of our sins 2 Cl 10:1.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προοδοιπόρος — ὁ, Α αυτός που βαδίζει μπροστά, που προηγείται σε οδοιπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὁδοιπόρος] …   Dictionary of Greek

  • προοδοιπορώ — έω, ΜΑ [προοδοιπόρος] 1. προηγούμαι, προπορεύομαι («προοδοιπορών τῷ ἀδελφῷ», Λουκ.) 2. (για τους νεκρούς) απέρχομαι πρώτα, αναχωρώ προηγουμένως αρχ. παθ. προοδοιποροῡμαι διανύομαι, διατρέχομαι από οδοιπόρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”